Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρηγορώ [pariγoró] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : μιλώ, συμπεριφέρομαι σε κπ. με διάθεση να μετριάσω, να ανακουφίσω τη λύπη, τη θλίψη, τον ψυχικό πόνο του από κτ. δυσάρεστο που του συνέβη: Προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν για το θάνατο του άντρα της. Δεν μπορούσε να παρηγορηθεί για την ήττα της αγαπημένης του ομάδας. Mε παρηγορεί το γεγονός ότι στο τέλος του μήνα θα πάω διακοπές. H χήρα παρηγορήθηκε γρήγορα στην αγκαλιά ενός νεαρού.
[αρχ. παρηγορῶ]