Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρετυμολογώ [paretimoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : ετυμολογώ εσφαλμένα μια λέξη: Οι βυζαντινοί γραμματικοί παρετυμολογούσαν συχνά τις λέξεις.
[λόγ. < ελνστ. παρετυμολογῶ `αναφέρομαι στην ετυμολογία μιας λέξης΄ κατά τη σημ. της λ. παρετυμολογία]