Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεπόμενο το [parepómeno] Ο40 : αυτό που εμφανίζεται ως συνέπεια, ως επακόλουθο ή ως αποτέλεσμα (μιας ενέργειας, απόφασης, σκέψης κτλ.). || (στον πληθ., γραμμ.) τα διάφορα απαραίτητα γνωρίσματα των ονομάτων και των ρημάτων που προσδιορίζουν την έννοιά τους· συνακόλουθα: Παρεπόμενα των ονομάτων είναι το γένος, η κλίση, ο αριθμός και η πτώση.
[λόγ. εν. < ελνστ. τά παρεπόμενα `συνακόλουθες συνθήκες΄]