Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρεπιδημώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρεπιδημώ [parepiδimó] Ρ10.9α : (λόγ.) διαμένω για κάποιο χρονικό διάστημα, προσωρινά, σε τόπο άλλον από αυτόν της μόνιμης διαμονής μου.

[λόγ. < ελνστ. παρεπιδημῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες