Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεξηγήσιμος -η -ο [pareksijísimos] Ε5 : που είναι δυνατό, πιθανό να τον παρεξηγήσουν, να τον παρερμηνεύσουν: Aυτά που είπε και έτσι όπως τα είπε είναι παρεξηγήσιμα.
[λόγ. παρεξηγη- (παρεξηγώ) -σιμος]