Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεξήγηση η [pareksíjisi] Ο33 : 1. εσφαλμένη κατανόηση, ερμηνεία λόγων ή ενεργειών, παρανόηση, παρερμηνεία: H κακή διατύπωση του κειμένου δημιούργησε ορισμένες παρεξηγήσεις. Οι ανακρίβειες στη μετάφραση προκάλεσαν αρκετές παρεξηγήσεις και αλλοίωσαν το νόημα. Mια σημαντική ~ αφορά την αντίληψη ότι κάθε ιδέα που έρχεται από το εξωτερικό είναι κακή και απορριπτέα. 2. η (εσφαλμένη) αίσθηση που έχει κάποιος ότι κτ. έγινε ή ειπώθηκε με κακή πρόθεση εναντίον του, ότι τον έθιξαν, τον προσέβαλαν, τον μείωσαν, καθώς και η ένταση, η σύγκρουση που ακολουθεί ως αντίδραση στην προσβολή: Έγινε μια ~ και ήρθαν στα χέρια. Πρόσεξε πώς θα του φερθείς, γιατί ψοφάει για ~. Mετά τις εξηγήσεις που δόθηκαν άρθηκε η ~ ανάμεσά τους.
[λόγ.: 1: ελνστ. παρεξήγη(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. malentendu]