Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρενόχληση η [parenóxlisi] Ο33 : α. (λόγ.) η ενόχληση, η απασχόληση κάποιου την ώρα που ασχολείται με κτ. ή ησυχάζει. || Σεξουαλική ~, λόγια, χειρονομίες κτλ. σεξουαλικού περιεχομένου που απευθύνονται σε πρόσωπο του αντίθετου φύλου, το οποίο όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται αλλά ενοχλείται από αυτήν τη συμπεριφορά: Yψηλά ιστάμενα πρόσωπα έχουν συχνά κατηγορηθεί για σεξουαλική ~. β. (στρατ.) η πίεση, η απασχόληση του αντιπάλου με μικρές, ξαφνικές επιθετικές ενέργειες: ~ αντίπαλου στρατεύματος.
[λόγ.: α: μσν. παρενόχλησις < παρενοχλη- (παρενοχλώ) -σις > -ση· β: σημδ. γαλλ. harcèlement]