Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεμποδιστικός -ή -ό [paremboδistikós] Ε1 : που παρεμποδίζει, που δημιουργεί εμπόδια, δυσκολίες.
παρεμποδιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παρεμποδισ- (παρεμποδίζω) -τικός]