Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεμπιπτόντως [parembiptóndos] επίρρ. τροπ. : κατά τρόπο που παρεμβάλλεται στο κύριο θέμα, στην κύρια δραστηριότητα κάποιου, παρενθετικά, συμπτωματικά ή τυχαία: Mιλώντας για κάποιο άσχετο θέμα αναφέρθηκε ~ και στην προσωπική του περίπτωση.
[λόγ. μεε. παρεμπιπτοντ- < ελνστ. παρεμπίπτω `υπεισέρχομαι΄ -ως μτφρδ. γαλλ. incidemment]