Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεμβατισμός ο [paremvatizmós] Ο17 : η επέμβαση του κράτους ή των δημόσιων οργανισμών στην ιδιωτική οικονομία, στην αγορά, για τη ρύθμιση της λειτουργίας τους με βάση το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον: Kρατικός ~. H κυβέρνηση ασκεί πολιτική παρεμβατισμού.
[λόγ. παρεμβατ(ικός) -ισμός]