Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρεμβατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρεμβατικός -ή -ό [paremvatikós] Ε1 : που αναφέρεται σε παρέμβαση, που την ασκεί: H κυβέρνηση εφαρμόζει παρεμβατική πολιτική. Mηχανισμοί παρεμβατικού χαρακτήρα. παρεμβατικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. παρέμ βα(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. interventionniste]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες