Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεμβαίνω [paremvéno] Ρ πρτ. παρενέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. παρενέβη, παρενέβησαν, απαρέμφ. παρέμβει : μπαίνω στη μέση, παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ συμμετέχοντας ενεργά σε μια διαδικασία με στόχο να αλλάξω, να αποκαταστήσω, να συμβιβάσω μια κατάσταση, κάποιες σχέσεις κτλ.: H κεντρική τράπεζα των HΠA παρενέβη και αγόρασε δολάρια, για να στηρίξει την τιμή τους. Xρειάστηκε να παρέμβω στη συζήτηση, για να βά λω τα πράγματα στη θέση τους. H κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης. || (νομ.) παρεμβάλλομαι σε δίκη που γίνεται ανάμεσα σε άλλους, γιατί έχω νόμιμο συμφέρον: Ο δικηγόρος παρεμβαίνει υπέρ του πελάτη του. || (οικον.) αποδέχομαι ή πληρώνω μια συναλλαγματική αντί του κυρίως αποδέκτη ή πληρωτή.
[λόγ. < ελνστ. παρεμβαίνω `προχωρώ στο πλάι κάποιου΄ σημδ. γαλλ. intervenir]