Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεμβάλλω [paremválo] -ομαι Ρ πρτ. παρενέβαλλα, αόρ. παρενέβαλα, απαρέμφ. παρεμβάλει, παθ. αόρ. παρεμβλήθηκα, απαρέμφ. παρεμβληθεί : βάζω κπ. ή κτ. ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, επεμβαίνω σε μια διαδικασία διακόπτοντας μια συνέχεια, μιαν ενότητα: Οι παράνομοι ραδιοσταθμοί παρεμβάλλουν συχνά παράσιτα στις τηλεπικοινωνίες. H μια πλευρά παρεμβάλλει εμπόδια στις διαπραγματεύσεις. || (παθ.) μπαίνω, βρίσκομαι στη μέση, ανάμεσα: Aνάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα παρεμβλήθηκαν ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟHΕ. Mεταξύ των δύο χωρών παρεμβάλλεται μια οροσειρά.
[λόγ. < αρχ. παρεμβάλλω]