Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεκτρέπομαι [parektrépome] Ρ αόρ. παρεκτράπηκα, απαρέμφ. παρεκτραπεί : κάνω πράξεις, ενέργειες ή λέω λόγια, που ξεπερνούν την ευπρέπεια, την κόσμια συμπεριφορά, παραφέρομαι: Όταν πίνει, παρεκτρέπεται άσχημα. Έχασε τον έλεγχό του με αποτέλεσμα να παρεκτραπεί σε βρισιές και σε χυδαιότητες.
[λόγ. < αρχ. παρεκτρέπομαι `βγαίνω απ΄ το σωστό δρόμο΄]