Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρεκτρέπομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρεκτρέπομαι [parektrépome] Ρ αόρ. παρεκτράπηκα, απαρέμφ. παρεκτραπεί : κάνω πράξεις, ενέργειες ή λέω λόγια, που ξεπερνούν την ευπρέπεια, την κόσμια συμπεριφορά, παραφέρομαι: Όταν πίνει, παρεκτρέπεται άσχημα. Έχασε τον έλεγχό του με αποτέλεσμα να παρεκτραπεί σε βρισιές και σε χυδαιότητες.

[λόγ. < αρχ. παρεκτρέπομαι `βγαίνω απ΄ το σωστό δρόμο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες