Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεκκλίνω [pareklíno] Ρ πρτ. και αόρ. παρεξέκλινα και (οικ.) παρέκκλινα, απαρέμφ. παρεκκλίνει : 1. απομακρύνομαι, εκτρέπομαι από την αρχική, από την κανονική μου πορεία ή κατεύθυνση· λοξοδρομώ: Ο ισχυρός άνεμος έκανε το αυτοκίνητο να παρεκκλίνει από την πορεία του και να πέσει σε ένα χαντάκι. || (αστρον.) βγαίνω από την τροχιά μου. 2. (μτφ.) απομακρύνομαι, εκτρέπομαι από τις (ηθικές, πολιτικές κτλ.) αρχές, τις παραβαίνω: ~ από την επίσημη γραμμή του κόμματος. Δεν έχει παρεκκλίνει ούτε στιγμή από τη μετρημένη ζωή που κάνει.
[λόγ. < ελνστ. παρεκκλίνω]