Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρεκκλήσι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρεκκλήσι το [pareklísi] Ο44 & παρεκκλήσιο το [pareklísio] Ο40 : μικρή εκκλησία που ανήκει σε κάποιο ίδρυμα, σε κπ. ιδιώτη ή που εξαρτιέται από άλλη μεγαλύτερη: H λειτουργία έγινε στο ~ του νοσοκομείου / των φυλακών / της Mητρόπολης.

[μσν. παρεκκλήσιον με αποφυγή της χασμ. < παρ(α)- 1 εκκλησί(α) -ον· λόγ. < μσν. παρεκκλήσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες