Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρείσακτος -η -ο [parísaktos] Ε5 : που παρουσιάζεται κάπου απρόσκλητος, που δεν ανήκει, που δεν εντάσσεται οργανικά, αρμονικά σε έναν κοινωνικό χώρο και γι΄ αυτό είναι ή αισθάνεται αταίριαστος, ενοχλητικός, ξένος: Aισθάνεται ~ μέσα στην παρέα. Aποφάσισαν να απομονώσουν τον παρείσακτο.
[λόγ. < ελνστ. παρείσακτος]