Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρδαλός -ή -ό [parδalós] Ε1 : 1. που έχει πολλά χρώματα (συχνά έντο να) ανακατεμένα, ποικιλόχρωμος: Παρδαλά ρούχα / πουκάμισα / φορέματα. 2. (για ζώο, πουλί) που το δέρμα του, το φτέρωμά του είναι πολύχρωμο, έχει στίγματα, βούλες. ΦΡ θα γελάσει* και το παρδαλό κατσίκι. 3. (μτφ.) που δεν είναι σαφής, ξεκάθαρος: Παρδαλά λόγια. || (ως ουσ., προφ.) η παρδαλή, γυναίκα αμφίβολης, μειωμένης ηθικής.
παρδαλά ΕΠIΡΡ: Ήρθαν ντυμένοι ~. [επίθ. < ελνστ. πάρδαλος `λεοπάρδαλη΄ (δες στο λεοπάρδαλη) με μετακ. του τόνου κατά το σχ.: κάστανο - καστανός]