Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραχώρηση η [paraxórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραχωρώ, μεταβίβαση, εκχώρηση: ~ δικαιώματος / θέσης / γης / κτημάτων. Δε δέχτηκαν να κάνουν καμιά ~, να υποχωρήσουν και να δώσουν κτ. H κυβέρνηση αποφάσισε την ~ εκτάσεων για καλλιέργειες. (έκφρ.) κατά ~, για κτ. που συμβαίνει με την ανοχή, την άδεια, την προσφορά κάποιου: Tο προσωπικό αρχείο του συγγραφέα δόθηκε για μελέτη στους ερευνητές κατά ~ της οικογένειάς του. || (νομ.) η παραίτηση ενός δικαιούχου από τα δικαιώματά του υπέρ τρίτου: ~ περιουσίας.
[λόγ. < ελνστ. παραχώρη(σις) -ση `παραμέριση, εκχώρηση΄ & σημδ. γαλλ. concession]