Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραχαράζω [paraxarázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. κατασκευάζω πλαστά χαρτονομίσματα ή κίβδηλα νομίσματα. 2. (μτφ.) ενεργώ συνειδητά με σκοπό να παραποιήσω, να διαστρέψω, να αλλοιώσω κτ.: ~ την αλήθεια / την ιστορία.
[λόγ. < αρχ. παραχαράσσω κατά το χαράσσω > χαράζω]