Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφύλαγμα το [parafílaγma] Ο49 : η ενέργεια του παραφυλάω.
[παραφυλακ- (παραφυλάω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] (διαφ. το ελνστ. παραφύλαγμα `που πρέπει να το αποφεύγεις΄)]