Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφωνώ [parafonó] Ρ10.9α : κάνω, δημιουργώ παραφωνία, φαλτσάρω.
[λόγ. παραφων(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. παραφωνῶ `διακόπτω για να μιλήσω΄)]