Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφωνία η [parafonía] Ο25 : 1. μουσικός φθόγγος αρμονικά ασύμφωνος προς άλλους, με τους οποίους αποτελεί μια μελωδική ενότητα, καθώς και το κακόηχο ακουστικά προϊόν αυτής της ασυμφωνίας, όπως το αντιλαμβανόμαστε με το αυτί μας, φάλτσο: Tραγουδάει / παίζει με πολλές παραφωνίες. 2. (μτφ.) ασυμφωνία, δυσαρμονία ενός πράγματος προς το περιβάλλον του: Ο όγκος της πολυκατοικίας είναι μια ~ μέσα στα χαμηλά σπιτάκια. Ο κοστουμαρισμένος κύριος ήταν μια ~ μέσα στους νεαρούς με τα τζιν.
[λόγ. < νλατ. paraphonia ή γαλλ. paraphonie < para- = παρα- 1 + αρχ. φων(ή) -ia, -ie = -ία (διαφ. το ελνστ. παραφωνία `αρμονία΄)]