Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφρονώ [parafronó] Ρ10.9α : (ιατρ.) παθαίνω ισχυρή διανοητική και ψυχική διαταραχή, χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι. || (με υπερβολή): Πρέπει να ηρεμήσω και να ξεκουραστώ, γιατί κοντεύω να παραφρονήσω.
[λόγ. < αρχ. παραφρονῶ]