Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφθορά η [parafθorá] Ο24 : (μικρή, ελαφρά) αλλοίωση, φθορά, μεταβολή προς το χειρότερο: Tο νόημα του κειμένου έχει υποστεί ~.
[λόγ. < ελνστ. παραφθορά]