Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφθείρω [parafθíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέφθειρα, απαρέμφ. παραφθείρει, παθ. αόρ. παραφθάρθηκα και παραφθάρηκα, απαρέμφ. παραφθαρθεί και παραφθαρεί, μππ. παραφθαρμένος και παρεφθαρμένος* : προξενώ (μικρή, ελαφρά) φθορά, αλλοίωση σε κτ., το αλλάζω προς το χειρότερο: Έχει παραφθαρεί η γλώσσα με την προσθήκη πολλών ξένων λέξεων. Mιλάει μια παραφθαρμένη διάλεκτο.
[λόγ. < ελνστ. παραφθείρω]