Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατσούκλι το [paratsúkli] Ο44 : (οικ., για πρόσ.) πρόσθετο όνομα, συνήθ. σκωπτικό ή ειρωνικό· παρωνύμιο: Bγάζω / κολλάω ~ σε κπ. Tον λένε Kώστα αλλά τον φωνάζουν με το ~ «ο χοντρός».
[μσν. παρατσούκλιον ίσως < *παρατίτλιον υποκορ. του ελνστ. παράτιτλον `σχόλιο στο περιθώριο΄ (< παρα- 1 τίτλ(ος) -ον) με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] και τροπή [i > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ]