Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατραβώ [paratravó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.7 : 1. τραβώ, τεντώνω υπερβολικά: Πρόσεχε, γιατί, αν το παρατραβήξεις το λάστιχο, θα κοπεί. ΦΡ τραβάω / παρατραβάω / τεντώνω το σκοινί*. 2. παρατείνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια σε υπερβολικό βαθμό, ώστε να δυσαρεστεί, να κουράζει κτλ.: Mην την παρατραβάς τη συζήτηση / την κουβέντα / την ιστορία, γιατί γίνεται βαρετή. || (και στο γ' πρόσ.): Παρατράβηξε αυτή η υπόθεση και μας κούρασε όλους, είχε μια διάρκεια μεγαλύτερη από την κανονική ή την αναμενόμενη. 3. (μππ.) παρατραβηγμένος, υπερβολικός, (σχεδόν) απίθανος: H υπόθεση που διατυπώθηκε είναι παρατραβηγμένη.
[παρα- 2 + τραβώ]