Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρατηρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρατηρώ [paratiró] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παρακολουθώ, εξετάζω κτ. ή κπ. προσεκτικά ή και εξακολουθητικά με το βλέμμα: Παρατηρεί τα άστρα με ένα τηλεσκόπιο. Aν παρατηρήσεις καλά, θα διακρίνεις μικρές διαφορές ανάμεσα στις δύο εικόνες. 2. αντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω κτ. που συμβαίνει: Παρατήρησα ότι τελευταία δε μας επισκέπτεσαι συχνά. Παρατήρησα αισθητή διαφορά στη συμπεριφορά της. || (παθ., στο γ' εν.) γίνεται αντιληπτό, διαπιστώνεται, σημειώνεται: Παρατηρήθηκε σχετική άνοδος της θερμοκρασίας. Παρατηρείται έλλειψη αγαθών στην αγορά. || Είναι παρατηρημένο ότι ύστερα από μια περίοδο ακμής, ακολουθεί πτώση, είναι διαπιστωμένο. 3. σημειώνω, επισημαίνω: Θα ήθελα να παρατηρήσω τα εξής. 4. επιπλήττω, επιτιμώ, ελέγχω κπ. για κτ.: Tον παρατήρησε αυστηρά για την αμέλειά του. Ο διαιτητής τον παρατήρησε για σκληρό παίξιμο.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. παρατηρῶ· 3: σημδ. γαλλ. observer· 4: κατά τη σημ. του παρατήρηση3]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες