Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατηρητικότητα η [paratiritikótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να παρατηρεί, να εξετάζει προσεκτικά και να διακρίνει, να εντοπίζει κτ.: H παρατηρητικότητά της τη βοηθάει να εντοπίζει και να διορθώνει γρήγορα τα λάθη.
[λόγ. παρατηρητικ(ός) -ότης > -ότητα]