Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατηρητής ο [paratiritís] Ο7 θηλ. παρατηρήτρια [paratirítria] Ο27 : 1. αυτός που παρακολουθεί, που εξετάζει συστηματικά, προσεκτικά κτ.: Έγκυροι πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξει ένταση ανάμε σα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση. 2. πρόσωπο που, με εντο λή ή με πρόσκληση, παρακολουθεί κάποιες δραστηριότητες, διαδικασίες χω ρίς να συμμετέχει ενεργά σε αυτές: ~ σε συνέ δριο / σε ποδοσφαιρική συνάντηση / στον ΟHΕ. H Ελλάδα συμμετείχε ως ~ στη σύνοδο των αδέσμευτων κρατών. 3. χαρακτηρισμός για κπ. που δε συμμετέχει ενεργά σε δραστηριότητες, εξελίξεις, γεγονότα· θεατής: Περιορίστηκε σε ρόλο παρατηρητή των πολιτικών εξελίξεων. 4. (στρατ.) στρατιωτικός με αποστολή τη συστηματική παρακολούθηση, κατόπτευση των θέσεων και των κινήσεων του αντιπάλου: ~ αξιωματικός. Bοηθός παρατηρητή.
[λόγ.: 1: ελνστ. παρατηρητής· 2-4: σημδ. γαλλ. observateur· λόγ. παρατηρη(τής) -τρια]