Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατατικός ο [paratatikós] Ο17 : (γραμμ.) ο χρόνος που δηλώνει ότι η ενέργεια του ρήματος γινόταν στο παρελθόν εξακολουθητικά ή επαναλαμβανόμενα: Ο τύπος “έτρεχα” είναι ~ του ρήματος “τρέχω”.
[λόγ. < ελνστ. παρατατικός (ενν. χρόνος)]