Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατήρηση η [paratírisi] Ο33 : 1. το προσεκτικό, το εξακολουθητικό κοίταγμα, η εξέταση, η παρακολούθηση: H φυσική μεταχειρίζεται την ~ και το πείραμα. Aποστολή του δορυφόρου είναι η πραγματοποίηση επιστημονικών παρατηρήσεων. Tο βιβλίο γράφτηκε ύστερα από μακροχρόνιες παρατηρήσεις της συμπεριφοράς των πουλιών. 2α. επισήμανση, διαπίστωση, κρίση ή σχόλιο για κάποιο θέμα, γεγονός: Διατυπώθηκαν μια σειρά παρατηρήσεις πάνω στο θέμα. Φιλολογικές / γλωσσικές παρατηρή σεις. Γραμματική / συντακτική ~, που αναφέρεται στα αντίστοιχα φαινό μενα ενός κειμένου. β. κρίση, σχόλιο που εκφράζει μια διαφορετική, αντίθετη γνώμη, μιαν αντίρρηση: Kατά την τελική σύνταξη του νομοσχεδίου λήφθηκαν υπόψη και οι παρατηρήσεις της αντιπολίτευσης. 3. επίπληξη, επιτίμηση, έλεγχος: Kάνω σε κπ. ~. Tου έκαναν ~, γιατί ήταν εκπρόθεσμος. Aυστηρή / δριμεία / ευγενική / οξεία ~. 4. (στρατ.) συστηματική παρακολούθηση των θέσεων και των κινήσεων του αντιπάλου (από ειδική θέση, παρατηρητήριο, αεροπλάνο κτλ.), κατόπτευση.
[λόγ.: 1: ελνστ. παρατήρη(σις) -ση· 2, 3: σημδ. γαλλ. remarque, observation· 4: σημδ. γαλλ. observation]