Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατάσσω [paratáso] -ομαι Ρ αόρ. παρέταξα, απαρέμφ. παρατάξει, παθ. αόρ. παρατάχτηκα και παρατάχθηκα, απαρέμφ. παραταχτεί και παραταχθεί, μππ. παραταγμένος : τοποθετώ κυρίως πρόσωπα ή και πράγματα το ένα δίπλα στο άλλο, σε κανονικό σχηματισμό. 1. (στρατ., γυμν.) τοποθετώ σε κανονική, σε ορισμένη τάξη, σειρά, σχηματίζω παράταξη: Οι μαθητές παρατάχτηκαν κατά εξάδες. Ο λόχος είχε παραταχθεί για μάχη / επιθεώρηση. || Ο προπονητής της εθνικής ομάδας παρέταξε τους καλύτερους ποδοσφαιριστές, επέλεξε και παρουσίασε έτοιμους για τον αγώνα. 2. (μτφ.) διατυπώνω, παρουσιάζω κτ. σε μια κανονική, διαδοχική σειρά, το ένα ύστερα από το άλλο: Ο ομιλητής παρέταξε μια σειρά σοβαρών επιχειρημάτων.
[λόγ. < αρχ. παρατάσσω]