Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραστρατώ [parastrató] Ρ10.9α μππ. παραστρατημένος : παραστρατίζω: Προσπάθησε να φέρει στον ίσιο δρόμο τον παραστρατημένο φίλο του.
[μσν. παραστρατώ < παραστρατ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. παραστρατισ-]