Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραστατικός -ή -ό [parastatikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται σε παραστάσεις (στις σημ. 1, 2), που γίνεται με αυτές: Εικονική και παραστατική τέχνη. || (μαθημ.) παραστατική γεωμετρία, που ασχολείται με τις μεθόδους της απεικόνισης στερεών σχημάτων σε επίπεδη επιφάνεια. 2. που εκφράζει, που παρουσιάζει κτ. καλά, ζωηρά, με ενάργεια: Παραστατική περιγραφή. Mιλούσε κάνοντας παραστατικές χειρονομίες.
παραστατικά ΕΠIΡΡ: Διηγείται / χειρονομεί / εκφράζεται ~. [λόγ. < ελνστ. παραστατικός `που παρουσιάζει΄ & σημδ. γαλλ. descriptif]