Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρασκεύασμα το [paraskévazma] Ο49 : (ιατρ.) ιστοί, μικρόβια (ή και αίμα) που ύστερα από ειδική επεξεργασία χρησιμοποιούνται για μικροσκοπικές εξετάσεις ή για πειραματικές ασκήσεις: Iστολογικό / μικροβιακό / ανατομικό ~. || (χημ.) προϊόν, ουσία που έχει παραχθεί με χημικές μεθόδους: Στη γεωργία χρησιμοποιούνται διάφορα χημικά παρασκευάσμα τα. || (φαρμ.) μείγμα, σύνθεμα φαρμάκων για θεραπευτική χρήση.
[λόγ. < ελνστ. παρασκεύασμα `διευθέτηση΄ σημδ. γαλλ. préparation]