Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρασέρνω [parasérno] -ομαι Ρ αόρ. παρέσυρα και παράσυρα, απαρέμφ. παρασύρει, παθ. αόρ. παρασύρθηκα, απαρέμφ. παρασυρθεί, μππ. παρασυρμένος & παρασύρω [parasíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέσυρα, απαρέμφ. παρασύρει, παθ. αόρ. παρασύρθηκα, απαρέμφ. παρασυρθεί, μππ. παρασυρμένος : 1. κινούμενος με ταχύτητα, με ορμή σέρνω, παίρνω μαζί μου, ανατρέπω κτ. που βρίσκεται στην πορεία μου: Tο φουσκωμένο ποτάμι παράσερνε δέντρα, βράχια, ζώα κι ό,τι άλλο έβρισκε στο δρόμο του. Πεζός παρασύρθηκε από αυτοκίνητο και τραυματίστηκε σοβαρά. 2. ωθώ, σπρώχνω κτ. προς μια κατεύθυνση ή το κάνω να αλλάξει αυτήν που έχει: Tα δυνατά ρεύματα παρέσυραν τη βάρκα στ΄ ανοιχτά. Ο αέρας παράσερνε τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. 3. (μτφ.) α. κάνω, αναγκάζω κπ. να με ακολουθήσει σε μια (αρνητική συνήθ.) πορεία, κατεύθυνση, εξέλιξη, συμπαρασύρω: H άνοδος της τιμής του πετρελαίου παρέσυρε και τις τιμές μιας σειράς άλλων προϊόντων. Ο βασιλιάς παρέσυρε στην πτώση του και όλη την κλίκα των αυλικών. β. επηρεάζω, οδηγώ κπ. κάπου, προς μια κατεύθυνση (πείθοντας, εξαναγκάζοντας, εξαπατώντας τον)· τον κάνω να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται λαθεμένα, αρνητικά, να παρεκτρέπεται: Tον παρέσυρε το πάθος του για το χαρτί κι έχασε όλη του την περιουσία. Σκότωσε τη γυναίκα του παρασυρμένος από τη ζήλια και το μίσος. Άγνωστοι την παρέσυραν σ΄ ένα ερημικό μέρος και την κακοποίησαν. Mη σε παρασύρει το καλοκάγαθο ύφος του· κατά βάθος είναι ένας σατανάς.
[αρχ. παρασύρω μεταπλ. κατά το σύρω > σέρνω· λόγ. < αρχ. παρασύρω]