Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρασάγγης ο [parasángis] Ο10 : αρχαίο περσικό μέτρο μήκους. (έκφρ.) απέχει παρασάγγες / παρασάγγας, για κτ. που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, που έχει μεγάλη διαφορά: H αλήθεια απέχει παρασάγγας από αυτό που μας είπε.
[λόγ. < αρχ. παρασάγγης (από τα περσ.)]