Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπονιέμαι [paraponéme] Ρ10.5β & παραπονούμαι [paraponúme] Ρ αόρ. παραπονέθηκα, απαρέμφ. παραπονεθεί, μππ. παραπονεμένος* : εκφράζω, διατυπώνω παράπονα, διαμαρτύρομαι, γκρινιάζω: Παραπονιέται συνεχώς ότι τον παραμελούμε. Mην παραπονιέσαι, γιατί φταις κι εσύ. Mου παραπονέθηκε ότι δεν του φτάνουν τα λεφτά. || (μπε.) παραπονούμενος, που έχει και διατυπώνει παράπονα. (έκφρ., ιδ. στρατ.) βγαίνω παραπονούμενος, εμφανίζομαι στην αναφορά και διατυπώνω παράπονα για αδικία που μου έγινε.
[μσν. παραπονούμαι, μέσο του παραπονώ `καταθλίβω΄ < παρα- 2 + πονώ `ταλαιπωρώ΄ μεταπλ. παραπον(ούμαι) -ιέμαι]