Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραποιώ [parapió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. απομιμούμαι δόλια, παράνομα ένα αντικείμενο αξίας (ιδ. νόμισμα), παραχαράζω: Όποιος παραποιεί νόμισμα για να το κυκλοφορήσει σαν γνήσιο, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή. 2. (γενικότ.) αλλάζω, αλλοιώνω αυθαίρετα, παράνομα κτ. για να επωφεληθώ: ~ ένα έγγραφο / τα γεγονότα / τα λεγόμενα κάποιου. Παραποιημένα στοιχεία.
[λόγ. < ελνστ. παραποιῶ, αρχ. σημ.: `παρωδώ΄]