Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπλανητικός -ή -ό [paraplanitikós] Ε1 : που δημιουργεί παραπλάνηση, που γίνεται για να παραπλανήσει, να ξεγελάσει: Παραπλανητικά στοιχεία / επιχειρήματα. Παραπλανητικές υποσχέσεις / κινήσεις / ενέργειες.
παραπλανητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παραπλανη- (παραπλανώ) -τικός]