Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπετώ [parapetó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.6 : 1. (για πργ.) αφήνω, εγκαταλείπω κτ. παράμερα από αδιαφορία, από αμέλεια ή επειδή δεν το χρησιμοποιώ: Tο παλιό ραδιόφωνο έμεινε καιρό παραπεταμένο και ξεχασμένο στο πατάρι. 2. (για πρόσ.) παραμελώ, εγκαταλείπω κπ., τον τοποθετώ σε υποδεέστερη θέση, μοίρα: Έχει παραπετάξει τον πατέρα του σ΄ ένα γηροκομείο κι ούτε γυρίζει να τον δει.
[παρα- 1 πετώ 2]