Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπατώ [parapató] & -άω Ρ10.1α : 1. πατώ με εσφαλμένο τρόπο χάνοντας την ισορροπία, το βηματισμό μου: Kαθώς ανέβαινα τη σκάλα παραπάτησα κι έπεσα. 2. βαδίζω με αστάθεια, χωρίς να μπορώ να διατηρήσω την ισορροπία μου, κλονίζομαι, τρικλίζω: Παραπατούσε από τη νύστα / από το μεθύσι / από την κούραση. Mε κόπο και παραπατώντας κατάφερε να φτάσει τελικά στο σπίτι του.
[παρα- 1 πατώ (διαφ. το αρχ. παραπατῶ `εξαπατώ΄)]