Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπέφτω 1 [parapéfto] Ρ αόρ. παράπεσα, απαρέμφ. παραπέσει : (για πργ.) πέφτω σε μέρος που δεν μπορούν να με δουν ή να με βρουν συνήθ. από αμέλεια, από απροσεξία κάποιου: Kάπου παράπεσαν τα χαρτιά και δεν τα βρίσκω. Παράπεσε το δέμα / το γράμμα και δεν παραδόθηκε στον παραλήπτη.
[παρα- 1 πέφτω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπέφτω 2 Ρ αόρ. παραέπεσα και παράπεσα, απαρέμφ. παραπέσει : πέφτω περισσότερο από το κανονικό ή το αναμενόμενο: Παραέπεσαν οι τιμές στο χρηματιστήριο.
[παρα- 2 + πέφτω]