Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπέτο το [parapéto] Ο39 : τοιχίο (ξύλινο, μεταλλικό κτλ.) ή κιγκλίδωμα σε μπαλκόνια, ταράτσες, γέφυρες κτλ. για προφύλαξη από ενδεχόμενη πτώση· (πρβ. στηθαίο): Δρασκέλισε το ~ του μπαλκονιού και ρίχτηκε στο κενό. || (για πλοία) κουπαστή.
[ιταλ. parapetto]