Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπέτασμα το [parapétazma] Ο49 : (λόγ.) μεγάλη, συνήθ. πτυχωτή επιφάνεια (κυρ. από χοντρό ύφασμα) ή σπανιότερα ειδική κατασκευή (π.χ. παραβάν) για την κάλυψη, απομόνωση, διαχωρισμό χώρων ή τμημάτων χώρων: Bαριά παραπετάσματα κρέμονταν από τα παράθυρα. Tο δωμάτιο χωριζόταν στα δύο μ΄ ένα ~. (έκφρ.) (σιδηρούν) ~, ονομασία που χρησιμοποίησε η Δύση (κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο) για τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δυτικών και των ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών, και με επέκταση η Σοβιετική Ένωση και τα άλλα ανατολικά κράτη με κομμουνιστικό καθεστώς: Οι χώρες του παραπετάσματος.
[λόγ. < αρχ. παραπέτασμα (η έκφρ.: μτφρδ. αγγλ. iron curtain)]