Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπέρα [parapéra] επίρρ. : 1. τοπικό· πιο πέρα, πιο μακριά σε σχέση με τον ομιλητή: Kάθισε λίγο ~· εδώ εμποδίζεις. 2. χρονικό· αργότερα, σε κάποια μελλοντική στιγμή: Tώρα έχω αυτή τη γνώμη, για ~ δεν ξέρω. 3. ποσοτικό, συνήθ. σε ονοματική χρήση· πρόσθετος, επιπλέον: Kάθε ~ ανάλυ ση καθίσταται προβληματική λόγω έλλειψης στοιχείων.
[παρα- 2 + πέρα]