Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρανομώ [paranomó] Ρ10.9α : παραβαίνω το νόμο, κάνω ενέργειες που έρχονται σε αντίθεση με τους υπάρχοντες νόμους: Όσοι παρανόμησαν, θα τιμωρηθούν αυστηρά. Παρανομεί σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
[λόγ. < αρχ. παρανομῶ]