Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμόρφωση η [paramórfosi] Ο33 : (για πρόσ. ή πργ.) 1. η αλλαγή, η μεταβολή προς το χειρότερο της μορφής, της όψης, του σχήματος κάποιου: Tο πρόσωπο / το σώμα / το χέρι του / το αυτοκίνητο / το πτώμα υπέστη ~. 2. (μτφ.) διαστρέβλωση, παραποίηση: H ~ της αλήθειας / των γεγονότων της ιστορίας. 3α. (ηλεκτρον.) αλλοίωση μαγνητικού ή ηλεκτρικού πεδίου. β. (οπτ.) αλλοίωση της εικόνας λόγω εκτροπής φακού ή κατόπτρου. γ. (στην ακουστική) αλλοίωση του ήχου κατά την αναπαραγωγή του: ~ πλάτους / συχνότητας. Aρμονική ~. Tο σήμα του σταθμού παρουσιάζει ~. δ. (φυσ.) αλλοίωση του σχήματος και του μεγέθους των στερεών σωμάτων από την επίδραση δυνάμεων: Ελαστική / μόνιμη ~.
[λόγ. παραμορφω- (δες παραμορφώνω) -σις > -ση]